Ήταν κάποτε ένας γεροβοσκός
που πίστευε ότι ήταν πάντα σωστός. Μια φορά λοιπόν, που
Κάποια στιγμή βλέπει από τον
δρόμο να έρχεται προς το μέρος του ένας μοναχός.
-Ο Θεός σε έστειλε, φώναξε
προς τον μοναχό και έτρεξε κοντά του… Έλα να ακούσεις τον πόνο μου και να με
συμπαρασταθείς.
-Τι έχεις παιδί μου; του
λέει ο μοναχός.
-Εγώ μοναχέ μου είμαι
άνθρωπος που όλη τη ζωή του πασχίζει να κάνει το σωστό… αλλά οι άλλοι άνθρωποι
δεν το καταλαβαίνουν και όταν τους λέω το σωστό δεν το παραδέχονται.
-Σωστός παιδί μου είναι
μόνον ο Θεός, εμείς είμαστε άνθρωποι γεμάτοι λάθη.
-Ε! μη μου λες κ’ εσύ τέτοια
και με εκνευρίζεις… να ρώτα με ότι θέλεις, για να δεις ότι έχω δίκιο.
-Νηστεύεις;
-Όσο μπορώ νηστεύω
-Κάτι είναι και αυτό…
Προσεύχεσαι;
- Όσο μπορώ προσεύχομαι.
-Κάτι είναι και αυτό… Αγαπάς
τους άλλους ανθρώπους;
-Εδώ να σου πω μοναχέ, όσους
παραδέχονται το σωστό τους αγαπώ, όσους δεν το παραδέχονται δεν τους αγαπώ. Δεν
ξέρω αν αυτό είναι αμαρτία αλλά δικαιούμαι κ’ εγώ να κάνω και μια αμαρτία, δεν
νομίζεις;
-Δεν κάνεις καλά παιδί μου,
πρέπει να τους αγαπάς όλους τους ανθρώπους!
-Μα τι λες μοναχέ, αν τους
αγαπάς αυτούς που κάνουν το λάθος δεν θα το καταλάβουν και θα το ξανακάνουν.
-Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν
σιγά – σιγά, χρειάζεται να έχουμε υπομονή. Όπως κάνει ο Θεός υπομονή μ’ εμάς
πρέπει να κάνουμε κ’ εμείς με τους άλλους.
-Αν είναι έτσι τότε γιατί ο
Θεός έφτιαξε τον Άδη! Τον παράδεισο γι’ αυτούς που καταλαβαίνουν το σωστό και
την κόλαση γι’ αυτούς που δεν το καταλαβαίνουν.
-Όχι παιδί μου, τον Άδη ο
Θεός τον έφτιαξε γι’ αυτούς που μισούν τους άλλους ανθρώπους. Ο Θεός θέλει οι
άνθρωποι να προκόβουν σιγά – σιγά και να μαθαίνουν από τα λάθη τους, αλλά
επειδή αυτοί που μισούν βάζουν εμπόδια στους άλλους... γι’ αυτό τους περιόρισε.
-Τότε γιατί υπάρχουν οι
αμαρτίες;
-Οι αμαρτίες υπάρχουν για
δυο λόγους, πρώτον για τις αποφεύγουμε και έτσι να μοιάζουμε όλο και
περισσότερο με τον Χριστό, να πλησιάζουμε δηλαδή στο τέλειο και δεύτερον όταν
πέφτουμε σε αυτές να μετανοούμε και να ζητάμε συγχώρεση και έτσι διαμέσου της
ταπείνωσης πάλι να πλησιάζουμε στο Θεό.
-Δεν ξέρω τι μου λες εσύ,
εγώ δεν το ανέχομαι το λάθος… με εκνευρίζει…
-Καλά, του λέει ο μοναχός
μάλλον στενοχωρημένος, πες μου τότε έναν σωστό δρόμο για να πάω στο κάτω
μαχαλά.
-Εδώ βρήκες τον καλύτερο. Θα
πας από αυτό το μονοπάτι και θα σε πάει ακριβώς εκεί που θέλεις.
-Όχι, αυτός ο δρόμος δεν
βγαίνει, ανταπαντά ο μοναχός.
-Μα καλά! δεν ξέρω εγώ που
είμαι τόσα χρόνια στο βουνό και ξέρεις εσύ;
-Καλά, έλα μαζί μου για να
δεις ότι έχω δίκιο.
-Θα ‘ρθω για να δω ότι έχεις
άδικο.
Περπάτησαν λοιπόν οι δυο
τους ώσπου έφτασαν στην ρεματιά. Εκεί είδαν ότι το γεφύρι ήταν γκρεμισμένο.
-Ε! καλά που να ξέρω εγώ ότι
το γεφύρι ήταν γκρεμισμένο, είπε φανερά ενοχλημένος ο γεροβοσκός.
-Γι’ αυτό δεν μπορούμε να
είμαστε πάντα σωστοί γιατί δεν τα ξέρουμε όλα.
-Πάλι τα ίδια μοναχέ! Δεν
μου αλλάζεις γνώμη.
-Μέχρι τώρα δεν είδα κάτι
σωστό από εσένα, πες μου κάτι πραγματικά σωστό που έχεις… να σε παραδεχθώ, τον
προκάλεσε ο μοναχός.
-Η σωστή ζωή μου! είμαι τόσο
σωστός, που είμαι βέβαιος ότι όταν εξηγήσω στον Θεό τις πράξεις μου θα με
στείλει στον παράδεισο.
-Μάθε λοιπόν ότι εγώ δεν
είμαι μοναχός, είμαι άγγελος και ήρθα με εντολή να σε οδηγήσω στον Άδη.
-Άστα αυτά τα παπαδίστικα
μοναχέ… Δεν τα τρώω εγώ.
-Δεν με πιστεύεις! Πιάσε το
χέρι μου!
Μόλις ο γεροβοσκός έπιασε το
χέρι του μοναχού βρέθηκαν σε έναν άνυδρο τόπο γεμάτο βράχους και με έναν γκρίζο
ουρανό που έμοιαζε συννεφιασμένος αλλά χωρίς να έχει σύννεφα.
-Τώρα με πιστεύεις! του λέει
ο μοναχός.
-Ξέρεις τι καταλαβαίνω εγώ
μοναχέ κ’ εσύ και ο Θεός σου δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Γιατί εγώ έχω δίκιο.
-Εσύ ότι πεις, του λέει ο
μοναχός και εξαφανίζεται.
Κοιτάζει γύρω του ο
γεροβοσκός και βλέπει άλλους δυο ανθρώπους να περιπλανιούνται.
- Έι φίλοι! Έλατε κατά ‘δω,
τους φωνάζει.
-Άνθρωπέ μου τι είναι αυτό
το μέρος που βρεθήκαμε; του λέει ο ένας.
-Αυτός ο Θεός δεν ξέρει τι
του γίνεται! τους λέει ο γεροβοσκός… Εγώ ήμουν σωστός σε όλα μου και πήρε εμένα
και με έφερε εδώ! και στον παράδεισο ποιους θα βάλει; όλους τους άχρηστους;
-Καλά έπρεπε να βρεθώ στον
Άδη για να βρω κάποιον να συμφωνώ! του λέει ο άλλος… κ’ εγώ ήμουν σωστός σε όλα
μου και να που με έφερε.
-Και τώρα τι κάνουμε; λέει ο
γεροβοσκός.
-Εγώ λέω να πάμε σε εκείνον
τον λόφο, λέει ο ένας… για να βλέπουμε καλά τριγύρω.
-Και τι να δούμε; του λέει ο
άλλος… καλύτερα να πάμε σε εκείνη τη χαράδρα, να κρυφτούμε, δεν ξέρουμε τι άλλο
υπάρχει εδώ.
-Όχι – όχι! λέει ο
γεροβοσκός να πάμε σε εκείνη την πλαγιά να βρούμε καμιά σπηλιά.
-Πήγαν άλλοι και δεν βρήκαν
του απαντούν οι άλλοι δυο.
-Δεν ξέρουν αυτοί, εγώ ξέρω
καλά από σπηλιές θα την ξετρυπώσω! επιμένει ο γεροβοσκός…
Στο τέλος μετά από έναν γερό
καυγά, χωρίστηκαν και πήγε ο καθένας εκεί που ήθελε. Ο γεροβοσκός μάταια έψαξε
για σπηλιά, δεν βρήκε τίποτα. Αποκαμωμένος κάθισε σε έναν βράχο. Τότε θυμήθηκε
τα λόγια από έναν συγχωριανό του. «Όπως έχω διαβάσει», έλεγε, «το μεγαλύτερο
βάσανο στον Άδη είναι η μοναξιά».
-Και δεν μας την δίνει ο
Θεός, μονολόγησε… μόνοι μας την φέρνουμε.
●●●●●●●●●●●●●●●●
Αντώνης Παπαευθυμίου