Ο Οδυσσέας έφυγε από το νησί του Αιόλου και αρμένιζε
γεμάτος αισιοδοξία – Να κάτι σαν τον Ελληνικό Λαό που μετά τον πόλεμο με τους Γερμανούς
άρχισε να επουλώνει τις πληγές του – μα οι σύντροφοί του μπήκαν σε πειρασμό και
άνοιξαν το ασκί που μέσα είχε κλείσει ο Αίολος όλους τους άγριους ανέμους, νομίζοντας
ότι ήταν γεμάτο ασήμι και χρυσάφι.
Έτσι βρέθηκαν στη γη των Λαιστρυγόνων.
Εκεί υπήρχε ένα λιμάνι. Τα έντεκα καράβια μπήκαν μέσα, μόνο
ο Οδυσσέας με την χαρακτηριστική του φρόνηση κράτησε το καράβι του έξω απ' το
λιμάνι.
Οι Λαιστρυγόνες αν και είδαν ότι τα καράβια ήταν ταλαιπωρημένα
από τον τυφώνα που είχαν περάσει αντί να τους τείνουν χείρα βοηθείας το
θεώρησαν ευκαιρία να χορτάσουν την απληστία τους, έτσι έτρεξαν στο λιμάνι
ουρλιάζοντας.
Άγριοι και ψηλοί σαν γίγαντες, άρπαζαν βράχια και τα
έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα, τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους
που ήταν μέσα.
Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε.
Παράδοξο πως η ιστορία επαναλαμβάνεται
Κάποιοι κάνουν το λάθος από την απληστία τους με
αποτέλεσμα να βρεθούν σε δύσκολη θέση και κάποιοι άλλοι με πιότερη απληστία δράττουν
της ευκαιρίας να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους.
Ανθρώπων Τιμή
Αντώνης Παπαευθυμίου